Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἕνας, μία, ἕνα


Ερμηνεία:

1. Αριθμητικό που δηλώνει τη μονάδα κάποιου είδους (ποσότητα, χρόνο κ.λπ.). 

2. Αόριστο άρθρο για πρόσωπο ή αντικείμενο ή κατάσταση. 

3. Χρησιμοποιείται αντί ουσιαστικού και σημαίνει τον κάποιο, κάποια, κάποιο, καμιά φορά με υποτιμητική χροιά. Μπορεί να δηλώνει κάτι το ιδιαίτερα ασήμαντο ή πιθανόν ευτελές, άνευ αξίας.



Ετυμολογία:

[< Μεσαιωνικό < (Όμηρ.) εἷς ( ἕνας), μία, ἓν (ἕνα), Καινή Διαθήκη: 337 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …Ἕνας γερο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια… [Ο έρωτας στα χιόνια].

 Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση   [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: